- αλγεινός
- η , όν1) болезненный, вызывающий боль;
αλγεινή εγχείρησις — болезненная операция;
2) перен. печальный, скорбный (об известии и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλγεινή εγχείρησις — болезненная операция;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλγεινός — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλγεινός — ή, ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, ή, όν) 1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός 2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός αρχ. αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικός τ. *ἀλγεσ νὸς (< θ. τής λ. ἄλγος*) με… … Dictionary of Greek
αλγεινός — ή, ό αυτός που προκαλεί πόνο, θλίψη: Η συμπεριφορά του μου έκανε αλγεινή εντύπωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλγεινά — ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινότερον — ἀλγεινός painful adverbial comp ἀλγεινός painful masc acc comp sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτάτων — ἀλγεινός painful fem gen superl pl ἀλγεινός painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτέραις — ἀλγεινός painful fem dat comp pl ἀλγεινοτέρᾱͅς , ἀλγεινός painful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτέρων — ἀλγεινός painful fem gen comp pl ἀλγεινός painful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινῶν — ἀλγεινός painful fem gen pl ἀλγεινός painful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινόν — ἀλγεινός painful masc acc sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινότατα — ἀλγεινός painful adverbial superl ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)